- οστρακίτης
- ο (Α ὀστρακίτης)νεοελλ.απολίθωμα οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιοαρχ.1. ως επίθ. οστράκινος («ὀστρακίτης λίθος», Διοσκ.)2. ο λίθος οστρακίας*3. είδος πίτας4. είδος φιδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.